άφερτος

άφερτος
-η, -ο (Α ἄφερτος, -ον)
αφόρητος, ανυπόφορος
νεοελλ.
1. εκείνος τον οποίο δεν έχουν φέρει ακόμη
2. αυτός που δεν έχει έλθει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + φερτός < φέρω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἄφερτος — insufferable masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άφερτος — η, ο αυτός που δεν κομίστηκε ή δεν ήρθε: Είναι ακόμη άφερτοι από την εξοχή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἄφερτον — ἄφερτος insufferable masc/fem acc sg ἄφερτος insufferable neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄφερτα — ἄφερτος insufferable neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πειθώ — Θεά των αρχαίων Ελλήνων. Αρχικά τη θεωρούσαν θεά του έρωτα και του γάμου και όχι προσωποποίηση της παντοδύναμης και πολύπλευρης δύναμης του λόγου. Λατρευόταν ως ιδιαίτερη θεά ή ως βοηθός άλλων θεοτήτων, όπως της Αφροδίτης, του Πόθου, του Ίμερου,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”